παλίμβουλος

παλίμβουλος
-η, -ο
(πάλιν+βουλή), αυτός που αλλάζει γνώμη, σκέψεις, ο άστατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλίμβουλος — η, ο (ΑΜ παλίμβουλος, ον) αυτός που δεν έχει σταθερή βούληση, αυτός που αλλάζει εύκολα γνώμη ή θέληση, ταλαντευόμενος, άστατος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ παλίμβουλον η παλιμβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βουλος (< βουλή)] …   Dictionary of Greek

  • δίβουλος — η, ο (AM ος, ον) 1. αναποφάσιστος, δίγνωμος 2. παλίμβουλος, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + βουλος < βουλή] …   Dictionary of Greek

  • εναντιόβουλος — η, ο (ΑΜ ἐναντιόβουλος, ον) 1. αυτός που έχει αντίθετη θέληση, αντίθετη γνώμη 2. αυτός που μεταβάλλει γνώμη, ο παλίμβουλος …   Dictionary of Greek

  • ετερότροπος — η, ο (ΑΜ ἑτερότροπος, ον) 1. αυτός που είναι διατεταγμένος ή κατασκευασμένος με διαφορετικό (από τον συνηθισμένο) τρόπο 2. αλλόκοτος, παράδοξος, παράξενος νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερότροπα τα έμβρυα μερικών φυτών τα οποία είναι… …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • παλιμβουλία — η (Α παλιμβουλία [παλίμβουλος] η συνεχής αλλαγή τής γνώμης, η αστάθεια τής γνώμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”